- υπερβατισμός
- ο, Ν [υπερβατικός](φιλοσ.)1. γνωσιολογική αντίληψη ή στάση που υποστηρίζει τη δυνατότητα μιας a priori γνώσης και επιδιώκει να προσδιορίσει τις συνθήκες μιας τέτοιας γνώσης2. κίνημα που δημιουργήθηκε στη Νέα Αγγλία τον 19ο αιώνα από συγγραφείς και φιλοσόφους τους οποίους συνέδεε ένα ιδεαλιστικό σύστημα σκέψης βασισμένο στην πίστη προς την ουσιαστική ενότητα ολόκληρης τής δημιουργίας, την έμφυτη καλοσύνη τών ανθρώπων και την υπεροχή τής διαίσθησης έναντι τής λογικής και τής εμπειρίας στην αποκάλυψη τών βαθύτατων αληθειών.
Dictionary of Greek. 2013.