υπερβατισμός

υπερβατισμός
ο, Ν [υπερβατικός]
(φιλοσ.)
1. γνωσιολογική αντίληψη ή στάση που υποστηρίζει τη δυνατότητα μιας a priori γνώσης και επιδιώκει να προσδιορίσει τις συνθήκες μιας τέτοιας γνώσης
2. κίνημα που δημιουργήθηκε στη Νέα Αγγλία τον 19ο αιώνα από συγγραφείς και φιλοσόφους τους οποίους συνέδεε ένα ιδεαλιστικό σύστημα σκέψης βασισμένο στην πίστη προς την ουσιαστική ενότητα ολόκληρης τής δημιουργίας, την έμφυτη καλοσύνη τών ανθρώπων και την υπεροχή τής διαίσθησης έναντι τής λογικής και τής εμπειρίας στην αποκάλυψη τών βαθύτατων αληθειών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”